Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν...

Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν...


Μου ζητάτε να γράψω δυο λόγια για τον Αντώνη Καλογιάννη, που έφυγε στα 81 του χρόνια – η είδηση του θανάτου του συγκίνησε τον κόσμο μολονότι ο ιδιαίτερος αυτός τραγουδιστής είχε αποσυρθεί από τον κόσμο των διάσημων καιρό τώρα. Όταν φεύγει κάποιος σπουδαίος και τον έχω γνωρίσει συνηθίζω να γράφω κάτι την πρώτη κιόλας στιγμή που ακούω για το χαμό του – καταθέτω συνήθως τις αναμνήσεις που μου χει αφήσει η γνωριμία μου μαζί του, μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία: σημασία έχει το αποτύπωμα που μου άφησε. Εχω την τύχη να έχω γνωρίσει πολλούς αλλά τον Καλογιάννη δεν τον γνώρισα και είναι παράξενο γιατί στη ζωή του υπήρξε περικυκλωμένους από φίλους δημοσιογράφους, όπως τον Τάσο Μπούρα π.χ, αλλά και ανθρώπους του αθλητισμού τους οποίους λόγω δουλειάς γνώριζα, όπως τον Κώστα Πολίτη π.χ. Τον Καλογιάννη τον άκουσα live μόνο μια φορά. Φαντάρος σε βραδιά οπλίτη. Με την ιδιαίτερη φωνή του και το προσωπικό του στυλ, μας έβαλε να τραγουδήσουμε για την Αννούλα του Χιονιά, την Ευτυχία που δεν βρήκαμε, το Κόκκινο γαρύφαλλο, το παλληκάρι που έχει πάντα καημό, τους μπαχτσέδες φυσικά. Όλα τα ξέραμε κι ας ήταν τραγουδιστής που αγαπούσαν περισσότερο από μας οι μπαμπάδες μας, όπως ήταν κι ο Μητροπάνος, ο Μπιθικώτσης, ο Κόκοτας κι άλλοι πολλοί. Ενιωθα πάντα πως κάπως σαν να μας τους κληρονόμησαν όλους αυτούς οι ωραίοι μερακλήδες «γέροι» μας.   

Ισως να μην έγραφα τίποτα για τον Καλογιάννη, αν δεν υπήρχε αυτή η δήλωση του Μίκη Θεοδωράκη, που ομολογώ πως με συντάραξε. «Ημασταν φίλοι. Σκέφτομαι ότι είναι πολύ άδικο που έφυγε πρώτος και με άφησε πίσω του να ζω με τις ωραίες μας αναμνήσεις, γεμάτες μουσική και αγάπη». Παράπονο, αγάπη, μουσική κι αναμνήσεις. Ολος ο Μίκης σε μια δήλωση…

https://faretra.info/wp-content/uploads/2021/02/kalogiannis_theodorakis.jpg

Ο Μίκης πίσω από όλα

Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν βασικός παράγοντας στη ζωή του Καλογιάννη. Η Ζωή Λιάκα στα χθεσινά «Νέα» παράθεσε μια αφήγηση του τραγουδιστή που είναι πραγματικά καταπληκτική, «Εγώ εργαζόμουν σε ένα εργοστάσιο υποδημάτων στην Δεξαμενή στο Κολωνάκι» λέει ο Καλογιάννη. «Υπόγειο. Αλλά τραγουδούσαμε. Καθόμασταν στον πάγκο, δουλεύαμε και τραγουδούσαμε… Τραγούδι, τραγούδι, τραγούδι… Ο Μίκης που περνούσε από κει μας άκουσε που τραγουδούσαμε. Περνούσε από το δρόμο πάνω από το υπόγειο και κατέβηκε. «Ποιος τραγουδάει;». «Αυτός» του λένε δείχνοντας εμένα. «Ακου να σου πω: εμείς φεύγουμε για την Σοβιετική Ενωση με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Πουλόπουλο για τριάντα συναυλίες την άλλη βδομάδα. Οταν γυρίσουμε θέλω να βρεθούμε. Μου αρέσει έτσι όπως τραγουδάς, άτσαλα. Θέλω να μου κάνεις τα «Γράμματα από την Γερμανία» του Φώντα Λάδη». Και συμπληρώνει η Ζωή. «Ο Καλογιάννης συμφώνησε όμως τα γεγονότα της ζωής έτρεξαν νωρίτερα. Ο Γιάννης Πουλόπουλος την τελευταία στιγμή αποφάσισε να μην ακολουθήσει το Μίκη Θεοδωράκη στη Σοβιετική Ενωση και την θέση του πήρε ο Καλογιάννης. Μέσα σε λίγες μέρες βρέθηκε από ένα υπόγειο της Δεξαμενής στην αίθουσα Τσαϊκόφσκι στη Μόσχα, να τραγουδάει τους «Μοιραίους» του Βάρναλη». Οι Αμερικάνοι μια τέτοια ιστορία θα την κάνανε ταινία για να μας αποδείξουν ότι υπάρχει αμερικάνικο όνειρο. Εδώ για να τη μάθουμε έπρεπε η καλή φίλη μου να έχει την κασετίνα «40 χρόνια Αντώνης Καλογιάννης», που είχε κυκλοφορήσει από τη Universal το 2007: σε αυτή βρίσκεις την απάντηση στην ερώτηση πως άρχισε η καριέρα του. Η οποία καριέρα υπήρξε τεράστια – σαν ταινία που ποτέ δεν έγινε.

Στα γενέθλια του Πικάσο

Μετά την περιοδεία στη πάλαι ποτέ Σοβιετική Ενωση και το πρώτο 45αρι που έβγαλε στη Lyra το 1966, «Μάτια βουρκωμένα/Στου Οθωνα του Χρόνια», ο Καλογιάννης γύρισε στα χρόνια της δικτατορίας όλη την Ευρώπη με την Φαραντούρη και μετά την αποφυλάκιση του Μίκη το 1970 ήταν ο τραγουδιστής του, στην μεγαλύτερη παγκόσμια περιοδεία που έχει κάνει Ελληνας συνθέτης, με σχεδόν 500 εμφανίσεις σε τέσσερα χρόνια. Ο εργάτης από την Καισαριανή τραγούδησε στα γενέθλια του Πικάσο, βρέθηκε στην ίδια σκηνή με τον Ιβ Μοντάν, του έγραψαν τραγούδια στα γαλλικά εκτιμώντας το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής του – ίσως και την συναρπαστική του ιστορία. Ο Καλογιάννης συνέχισε να γράφει την ιστορία του και μετά το τέλος της δικτατορίας χωρίς να παραμείνει αιχμάλωτος καμίας εποχής. Τίμησε τις μπουάτ της Πλάκας, αλλά στάθηκε άνετα και δίπλα στη μεγάλη Μαρινέλα και την ισοπεδωτική παρουσία της. Τραγούδησε στίχους του Ρίτσου και του Σεφέρη, αλλά απογείωσε και τραγούδια του Λευτέρη Παπαδόπουλου, του Ηλία Ανδριόπουλου, του Ερρίκου Θαλασσινού. Ετρεξε χωρίς κανένα πρόβλημα την διαδρομή από την Κατάσταση Πολιορκίας στα Μικρά Ερωτικά του Μάριου Τόκα. Η ιδιότυπη φωνή του, «άτσαλη» όπως έλεγε ο Μίκης, αλλά μοναδική, όπως συμφωνούσαν όλοι οι υπόλοιποι, ήταν κάτι σαν διαβατήριο στο μοναδικό του ταξίδι στον κόσμο του τραγουδιού μας. Ηταν μια φωνή απαραίτητη – μια φωνή που χαρακτήριζε τα πραγματικά αρσενικά παλιάς κοπής, το θυμίζω γιατί ζούμε μέρες που κινδυνεύουμε να χάσουμε το νόημα κι αυτής της έκφρασης. Ως τέτοιο αρσενικό ο Καλογιάννης ταλαιπωρήθηκε από τη μοίρα του: έχασε ένα γιό, πόνεσε όσο λίγοι. Κι όταν στον υπέροχο Μέτοικο έλεγε «κι είχα βαθιά μου μια πληγή, αγάπη που δε βρήκε γη, χαμένη μες στο κρίμα» καταλάβαινε το στίχο όσο κανείς από όλους εμάς που απλά μάθαμε να τον μουρμουράμε.

https://simerinos.gr/wp-content/uploads/2021/02/antonis-kalogiannis-o-antistasiakos-agonas-i-syllipsi-kai-i-proti-synavlia-sti-sovietiki-enosi.jpg

Συνταρακτικό αντίο

Ξεχάστηκα όμως. Δεν ήθελα να σας γράψω για τον Καλογιάννη γιατί δεν τον γνωρίζω πιο πολύ από εσάς – συγχωρείστε τη φλυαρία μου και την ανικανότητα του. Ηθελα απλά να σας παρακαλέσω να σκεφτείτε τη συνταρακτικότητα του αντίο του ίδιου του Μίκη σε ένα αληθινό φίλο του. Δεν τον αποχαιρετά καταθέτοντας τη λύπη του, αλλά το κάνει με το παράπονο του δασκάλου, που χάνει μαθητές. Πιστεύω πως με το ίδιο συνταρακτικό παράπονο αποχαιρέτησε κάποτε το Μπιθικώτση, το Μητροπάνο, τον Καζαντζίδη, τον Πουλόπουλο, τον Μάνο Χατζηδάκι σίγουρα. «Αγαπημένε μου Αντώνη σε ακούω να τραγουδάς μαζί με τη Μαρία (τη Δημητριάδη) τα λαϊκά και η καρδιά μου ματώνει από τη νοσταλγία» του γράφει σε ένα ιδιόχειρο σημείωμα στις 22 Μαρτίου του 2020. Εκεί που εμείς ακούμε τραγούδια, ο Μίκης βλέπει ζωές ανθρώπων, μαγικές, σπάνιες, σκληρές και όμορφες. Για μας τα τραγούδια όσων φεύγουν είναι πάντα υποσημειώσεις στο soundtrack της ζωής μας - ίσως συντροφεύσουν ξανά τους έρωτες μας, τις χαρές ή τις πίκρες μας. Αλλά υπάρχουν κι αυτοί που ακούγοντάς τα τραγούδια πλημυρίζουν από αναμνήσεις, που συναντάνε σε αυτά τη ζωή τους την ίδια.

Ο Θεός να έχει καλά το Μίκη να μπορεί με τη συγκίνηση της ανάμνησής του να μας θυμίζει πόσο σπουδαίοι είναι οι άνθρωποι σαν τον Καλογιάννη, την ώρα που φεύγουν. Εμείς ας αποχαιρετήσουμε τον ερμηνευτή με μια γλυκιά τελευταία σκέψη. Κυρίως γιατί μας θύμιζε πάντα πως αρκεί ν ανοίξεις ένα παράθυρο το Μάη για να καταλάβεις πως «για αλλού κινήσαμε, κι αλλού η ζωή μας πάει»…